λιθοδομία

λιθοδομία
η
1. η κατασκευή τοίχου από πέτρες, με ή χωρίς αμμοκονίαμα, λιθοδομή
2. μέρη οικοδομήματος κτισμένα με πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοδόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιθοδομία — η το χτίσιμο με πέτρες: Η λιθοδομία ήταν συχνή το 19ο αιώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυριστός — ή, ό (Μ γυριστός, ή, όν) 1. θολωτός 2. περιστροφικός νεοελλ. 1. κεκαμμένος, κυρτός, καμπύλος 2. ελικοειδής, στριφτός 3. «γυριστό κλειδί» αγκύλιο αλυσίδας με άξονα που επιτρέπει την ελεύθερη περιστροφή της χωρίς να προκαλούνται συστροφές 4. το θηλ …   Dictionary of Greek

  • εντομή — η (Α ἐντομή) εγκοπή, σχισμή, αυλάκωμα νεοελλ. 1. ανατ. ονομασία που δίνεται σε σχισμές ή αύλακες που παρατηρούνται σε διάφορα οστά ή άλλα όργανα 2. κάθε τομή τού φλοιού που αποβλέπει στην ενδυνάμωση τού φυτού («εγκάρσια εντομή», «δακτυλοειδής… …   Dictionary of Greek

  • Κύκκου, μονή — Μονή της Κύπρου. Βρίσκεται στο όρος Τρόοδος, σε υψόμετρο περίπου 1.300 μ. και είναι αφιερωμένη στην Παναγία. Ιδρύθηκε κατά τα τέλη του 11ου αι. ύστερα από δωρεά του Αλέξιου Α’ Κομνηνού, ο οποίος δώρισε επίσης στη μονή μία εικόνα της Θεοτόκου, από …   Dictionary of Greek

  • Λασιθίου, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.818 τ. χλμ., 76.319 κάτ.) της περιφέρειας Κρήτης, που περιλαμβάνει το ανατολικό άκρο της νήσου. Βρέχεται στα Β από το Κρητικό πέλαγος, στα Α από το Καρπάθιο, στα Ν από το Λιβυκό και στα Δ συνορεύει με τον νομό Ηρακλείου.… …   Dictionary of Greek

  • λιθοδομικός — ή, ό ο σχετικός με τη λιθοδομία: Οι λιθοδομικές κατασκευές σπανίζουν στη σύγχρονη εποχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”